Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στη βάση

  • 1 βάση

    [-ις (-εως)] η
    1) основание; фундамент; опора;

    στη βάση τού μνημείου — у основания памятника;

    2) основание, причина, мотив;

    νόμιμη βάση — законное основание;

    επί τη βάσει τού νόμου... — на законном основании;

    3) база, основа;

    υλική (ενεργειακή) βάση — материальная (энергетическая) бгш;

    βάση πρώτων υλών — сырьевая база;

    παίρνω σαν βάση — или αποδέχομαι ως βάσιν — принимать за основу;

    βάζω τίς βάσεις — закладывать основы;

    έχω βάσηбазироваться (на чём-л.);

    4) перен. база, основа, подготовка;

    είχε καλές βάσεις από το δημοτικό — у него была хорошая подготовка ещё с начальной школы;

    5) воен, база;

    πυραυλικές βάσεις — или βάσεις πυραύλων — ракетные базы;

    ναυτική βάση — военно-морская база;

    αεροπορική βάση — военно-воздушная база;

    6) проходной балл (на конкурсных экзаме- нах);

    δέν έλαβε την βάση — он не набрал нужного количества очков;

    7) ставка;

    τιμολογικές βάσεις — тарифные ставки;

    8) тех станина; шасси;
    9) филос, базис;

    η βάση και το εποικοδόμημα — базис и надстройка;

    10) хим., мат. основание;
    11) анат. основание;

    βάση κρανίου — основание черепа;

    12) πλ. основы;

    βάσεις τού μαρξισμού-λενινισμού — основы марксизмаленинизма;

    13) πλ. устои;

    βάσεις της κοινωνίας — устои общества;

    ηθικές βάσεις — нравственные устои;

    έχει ηθικές βάσεις — он человек высокой нравственности;

    § βάζω ( — или δίδω) βάση σε... — доверять, верить, полагаться;

    επί τη βάσει... — или βάσει... (με γεν.) — на основе, на базе чего-л., на основании чего-л., исходя из...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βάση

  • 2 основа

    θ.
    1. βάση• στήριγμα • σκελετός•

    деревянная основа дивана ξύλινη βάση ντιβανιού.

    || μτφ. ουσιώδης αρχή, υποδομή•

    положить что-л. в -у βάζω κάτι σαν βάση•

    гьтрясние основ το τράνταγμα των βάσεων•

    принять про-кт решения за -у παίρνω το σχέδιο απόφασης σαν βάση•

    на -е στη βάση• με βάση•

    на -е равноправия με βάση την ισοτιμία•

    авантюрная основа романа η περιπετειώδης βάση του μυθιστορήματος•

    древние греки заложили -у современной культуры οι αρχαίοι Ελληνες έβαλαν τη βάση του σύγχρονου πολιτισμού.

    2. πλθ. -ы θεμελιώδεις αρχές•

    -ы химии οι βάσεις της χημείας.

    3. το στιμόνι (υφάσματος).
    4. (γραμμ.) θέμα, ρίζα.
    εκφρ.
    класть в -у – βάζω για βάση• παίρνω για βάση•
    лечь лежать) в основу чего – μπαίνω σαν βάση.

    Большой русско-греческий словарь > основа

  • 3 база

    ба́з||а
    ж
    1. (основа, основание) ἡ βάση [-ις], τό θεμέλιο[ν]:
    экономическая (энергетическая) \база ἡ οἰκονομική (ή ἐνεργειακή) βάση; материальная \база ἡ ὑλική βάση; сырьевая \база ἡ βάση πρώτων ὑλῶν; на \базае чего-л. ἐπί τῆ βάσει, πάνω στή βάση;
    2. воен. ἡ βάση [-ις]:
    военно-морская \база ἡ ναυτική βάση; военно-возду́ш-ная \база ἡ ἀεροπορική βάση;
    3. (склад) ἡ ἀποθήκη;
    4. (туристическая и т. п.) ἡ βάση [-ις], ὁ σταθμός:
    экскурсионная \база ὁ ἐκδρομικός σταθμός.

    Русско-новогреческий словарь > база

  • 4 основание

    основан||ие
    с
    1. (действие) ἡ θεμελίωση[-ις]. ἡ ϊδρυση [-ις]:
    \основание университета ἡ ίδρυση Πανεπιστημίου·
    2. (фундамент) ἡ βάση, τό θεμέλιο[ν], τό κρηπίδωμα:
    у \основаниеия памятника στή βάση τοῦ μνημείου· \основание горы οἱ πρόποδες ὀρους, τό ριζοβούνι· разрушать до \основаниеия κατεδαφίζω ἐκ θεμελίων, γκρεμίζω συθέμελα·
    3. (причина, мотив) ἡ βάση [-ις], ὁ λόγος, ἡ αίτία, ἡ αίτιολογία, ἡ ἀφορμή:
    законное \основание ἡ νόμιμος αίτια· на каком \основаниеии? μέ ποιά δικαιολογία;· требовать на законном \основаниеии ἀπαιτῶ ἐπί τῆ βάσει τοῦ νόμου· иметь полное \основание предполагать ἔχω κάθε λόγο νά„ύποθέτω· без \основаниеия ^ωρίς αἰτία, ἀδικαιολόγητα, ἀβασίμως· не без \основаниеия ὄχι χωρίς λόγο, δικαιολογημένα [-ως]·
    4. хим., мат ἡ βάση [-ις],

    Русско-новогреческий словарь > основание

  • 5 основ

    основ а ж
    1. ἡ βάση [-ις]:
    положить в \основу βάζω στή βάση, βασίζω, στηρίζω· принимать за \основу παίρνω σάν βάση, ἀποδέχομαι ὡς βάσιν закладывать \основы βάζω τίς βάσεις· на \основе чего-л. ἐπί τῆ βάσει·
    2. \основы мн. οἱ βάσεις:
    \основы марксизма-ленини́зма οἱ βάσεις τοῦ μαρξισμοῦ-λε-νινισμοῦ·
    3. текст. ὁ στήμων, τό στημό-νι:
    набивка \основы τό στημόνιασμα·
    4. лингв. τό θέμα.

    Русско-новогреческий словарь > основ

  • 6 монтаж

    1. (сборка, установка) η συναρμολόγηση, η άρμωση, το μοντάρισμα
    - трубопровода - του δικτύου σωλήνων/σωληνόσεων 2 (эл.
    элн.) η περιέλιξη, το κύκλωμα
    - в ячейках (электрооборудования) - στις κυψέλες (του ηλεκτρικού εξοπλισμού)
    передний (на щите панели) - μπροστινή -, εμπρόσθια -
    3. (литер., муз.) η άρμωση 4. кфт. η συναρμολόγηση (της εικόνας), το μοντάζ (ξεν.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монтаж

  • 7 рубка /

    1. (на мелкие куски) το κόψιμο, η κοπή, ο τεμαχισμός 2. (деревьев) η υλοτομία. II.
    (судовая надстройка) το με-σόστεγο
    рулевая - τοοιακιστήριο, η τιμονιέρα
    - управления - χειρισμού, το χειριστήριο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рубка /

  • 8 общественный

    общественн||ый
    прил в разн. знач. κοινωνικός:
    \общественныйое развитие ἡ κοινωνική ἐξέλιξη· \общественный строй τό κοινωνικό καθεστώς, τό κοινωνικό σύστημα· \общественныйые отношения οἱ κοινωνικές σχέσεις· \общественныйое производство ἡ κοινωνική παραγωγή· \общественныйая жизнь ἡ κοινωνική ζωή, ὁ κοινωνικός βίος' \общественныйое мнение ἡ κοινή γνώμη· \общественныйые организации οἱ κοινωνικές ὁργανώσεις· \общественныйая работа ἡ κοινωνική ἐργασία· \общественныйая собственность ἡ κοινωνική ἰδιοκτησία· \общественныйое имущество ἡ δημόσια περιουσία· \общественныйые доходы οἱ δημόσιες πρόσοδοι· \общественныйая обработка земли́ ἡ κοινή καλλιέργεια τής γής, ἡ συλλογική καλλιέργεια τής γής· \общественныйое землепользование ἡ κοινωνική γαιοχτησία· \общественныйое животноводство ἡ συλλογική (или κολεχτιβι-στική) κτηνοτροφία· на \общественныйых началах στή βάση ἐθελοντικής προσφορδς· ◊ \общественныйое порицание ἡ δημοσία μομφή, ἡ δημοσία κατάκριση· \общественный обвинитель ὁ δημόσιος κατήγορος· \общественныйое питание ἡ δημοσία σίτισις, ἡ δημοσία διατροφή, ἡ σίτισις στά ἐστιατόρια· \общественныйое положение ἡ κοινωνική θέση [-ις]· \общественныйые науки οἱ κοινωνικές ἐπιστήμες.

    Русско-новогреческий словарь > общественный

  • 9 хозрасчет

    хозрасчет
    м (хозяйственный расчет) ἡ οἰκονομική ἰδιοσυντήρηση:
    на \хозрасчете στή βάση τής οίκονομικής ' ἰδιοσυντήρησης.

    Русско-новогреческий словарь > хозрасчет

  • 10 хозрасчетный

    хозрасчет||ный
    прил τής οίκονομικής ίδιοσυντήρησης:
    \хозрасчетныйное предприятие ἐπιχείρηση στή βάση τής οίκονομικής ίδιοσυντήρησης.

    Русско-новогреческий словарь > хозрасчетный

  • 11 вкрутить

    -учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ученный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    βιδώνω• στρίβω, συστρέφω•

    вкрутить лампу в патрон βιδώνω τη λάμπα στη βάση (ντούι).

    βιδώνομαι• στρίβομαι, συστρέφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вкрутить

  • 12 выгода

    θ.
    όφελος, κέρδος• συμφέρο•

    на базе взаимной -ы στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος•

    иметь выгода έχω κέρδος, πλεονέκτημα, προτέρημα.

    Большой русско-греческий словарь > выгода

  • 13 подгореть

    -ит ρ.σ.
    1. καίγομαι, τσικνιά-ζω•

    жаркое -ло το γιαχνί τσικνιασε•

    пирог -ел η πίτα κάηκε.

    2. καίγομαι στη βάση, από κάτω.

    Большой русско-греческий словарь > подгореть

  • 14 основание

    1. (сторона геометрической фигуры, перпендикулярная её высоте) η βάση 2. мат. η βάση 3. (нижняя часть предмета или сооружения) η βάση, το θεμέλιο, το υποστήριγμα
    - плотины - του φράγματος 4 хим. η βάση
    пиримиди-новые - я (хим.
    биол.) οι πυριμιδίνες
    биол.) οι πουρίνες
    5. (причина, повод) о λόγος, το επιχείρημα
    на - и βάσει (του, της)
    на законном - и βάσει του νόμου, νόμιμα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > основание

  • 15 класть

    кладу, кладёшь, παρλθ. χρ. клал, -ла, -ло
    ρ.δ. μ.
    1. θέτω, τοποθετώ, βάζω•

    раненого на носилки βάζω τον τραυματία στο φορείο•

    класть деньги в карман βάζω τα χρήματα στη τσέπη•

    класть на место βάζω στη θέση.

    || καταθέτω•

    класть в сберкассу βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο.

    || αποτυπώνω•

    класть печать σφραγίζω, βάζω σφραγίδα (κυρλξ. κ. μτφ.)• и περνώ στρώμα•

    класть краску μπογιατίζω, περνώ ένα χέρι. μπογιά.

    2. παραθέτω• σερβίρω. || ρίχνω•

    класть сахар в чай ρίχνω ζάχαρη στο τσάι..

    3. χτίζω, βάζω τούβλα, πέτρες κλπ. класть стену χτίζω τοίχο. || επιδίδομαι•

    класть все усилия βάζω όλα τα δυνατά.

    4. προύπολογίζω. || καθορίζω (τιμή).
    5. ευνουχίζω•

    класть жеребца ευνουχίζω το πουλάρι.

    6. (με μερικά αφηρ. ουσ. αποκτά τη σημασία; κάνω, εκτελώ, παράγω κλπ.) класть начало κάνω την αρχή•

    класть конец βάζω τέρμα•

    основание βάζω τη βάση•

    класть преграду βάζω εμπόδιο (καθυστερώ).

    εκφρ.
    класть оружие – καταθέτω τα όπλα (παραδίνομαι)•
    класть земные поклоны – κάνω εδαφιαίες υποκλίσεις•
    класть пятно – κηλιδώνω, δυσφημίζω, βάζω λαδιά•
    класть яйца (яички) – αποθέτω τα αυγά (για πουλιά, έντομα)•
    - в рот кому – του δίνω να καταλάβει καλά•
    себе в кармин – τσεπώνω, ιδιοποιούμαι•
    класть на музыку – μελοποιώ στίχους•
    класть на бок; класть на столько-то градусов – (ναυτ.) γέρνω το σκάφος•
    класть зубы на полку – ψωμοζώ, κακοζώ, σφίγγω το ζωνάρι ή τη λωρίδα.
    (για κότες) γεννώ.

    Большой русско-греческий словарь > класть

  • 16 корень

    -рня, πλθ. корни
    -ей α.
    1. ρίζα•

    пустить -и ριζώνω, ριζοβολώ, απολάω ρίζες•

    вырвать с -ем ξεριζώνω•

    корень зуба η ρίζα του δοντιού•

    -и волос οι ρίζες των μαλλιών.

    2. μτφ. αρχή, πηγή, βάση, κύρια αιτία•

    корень зла η ρίζα του κακού.

    || παλ. γένος, οικογένεια• γεναρχία.
    3. (γραμμ.) ρίζα•

    корень и окончание ρίζα και κατάληξη.

    4. (μαθ.) ρίζα•

    извлечь квадратный корень βγάζω τετραγωνική ρίζαι•

    кубический корень κυβική ρίζα.

    εκφρ.
    в - – ριζικά εντελώς, τελείως, καθόλου, πέρα για πέρα•
    в -е я не согласен с вами – διαφωνώ πέρα για πέρα με σας•
    на -ю – αθέριστα (για σιτηρά)•
    - жизниβλ. женьшень• врасти (прирасти) -ими θεμελιώνομαι, ριζώνω, συνδέομαι γερά•
    запрячь (заложитьκ.τ.τ.) в корень ζεύω στο τιμόνι•
    в -е пресечь – προλαβαίνω το κακό, χτυπώ το κακό στη ρίζα (πριν μεγαλώσει)•
    смотреть (ή глядетьκ.τ.τ.) в корень μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης, βρίσκω τη ρίζα, εμβαθύνω•
    краснеть (покраснеть) до волос – κοκκινίζω ως τ αυτιά•
    подорвать (подрубить, подкоситьκ.τ.τ.) под корень τρώγω τις ρίζες, υποσκάπτω τα θεμέλια.

    Большой русско-греческий словарь > корень

  • 17 перебазировать

    -руга, -руешь
    ρ.σ.μ. μεταφέρω την εγκατάσταση•

    перебазировать зэвод в сибирь μεταφέρω το εργοστάσιο για εγκατάσταση στη Σιβηρία.

    μεταφέρομαι για εγκατάσταση, σε άλλο μέρος ή βάση.

    Большой русско-греческий словарь > перебазировать

  • 18 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 19 тон

    -а, πλθ. тона κ. тоны α.
    1. (μουσ. κ. φυσ.) τόνος• ήχος• φθόγγος•

    низкий тон χαμηλός τόνος•

    -ие -а υψηλοί τόνοι.

    2. (μουσ.) το μεταξύ δυο φθόγγων κανονικό διάστημα.
    3. βλ. тональность• мажорный тон ο τόνος ματζόρε•

    минорный тон ο τόνος μινόρε.

    4. ο χαρακτήρας, η χροιά ήχου, φωνής•

    чистый тон музыкального инструмента καθαρός ήχος μουσικού οργάνου.

    5. ο τόνος ομιλίας, ύφος λόγου•

    повелительный тон προστακτικός τόνος.

    || στυλ λόγου ή έργου•

    полемический тон πολεμικός τόνος.

    || χαρακτήρας, τρόπος (συμπεριφοράς, ζωής κλπ.).
    6. χρώμα, χρωματισμός• απόχρωση•

    светлые -ы οι φωτεινοί τόνοι των χρωμάτων, τα φωτεινά χρώματα.

    εκφρ.
    в тон – ομοιοχρωμία, ομοχρωμία•
    в тон (говорить сказать) – με φυσικό τόνο (λέγω, μιλώ)•
    под тон – στον ίδιο τόνο (στυλ, πνεύμα)•
    -ом выше (говорить, сказать) – με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής (μιλώ, λέγω)•
    -ом ниже (говорить, сказать) – με χαμηλό τόνο (μιλώ, λέγω)•
    задавать тонπαλ. σοβαρεύομαι, παίρνω σοβαρό ύφος• περηφανεύομαι•
    задать (дать) тон – α) μουσ. δίνω τόνο, βάση (για έναρξη τραγουδιού), β) δίνω κατεύθυνση, πορεία: дать тон собранию δίνω τον τόνο στη συνέλευση, γ) δείχνω το παράδειγμα•
    повысить – υψώνω τον τόνο της φωνής•
    сбавить (снизить, понизить) тон – χαμηλώνω τον τόνο της φωνής•
    попасть в тон – λέγω ή πράττω κάτι πετυχημένα, βαρώ στο ψητό.

    Большой русско-греческий словарь > тон

См. также в других словарях:

  • βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ …   Dictionary of Greek

  • βάση — η 1. αντικείμενο, ή χώρος, πάνω στο οποίο στέκεται ή στηρίζεται κάτι: Το άγαλμα στηρίζεται σε περίτεχνη βάση. 2. εφόδιο πνευματικό ή ηθικό ενός ατόμου: Έχει πολύ γερές βάσεις ως μαθητής. 3. ο ελάχιστος απαιτούμενος βαθμός για να περάσει κανείς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • σχετικότητας, θεωρία της- — Στη φυσική είναι η θεωρία, ακριβέστερα γνωστή ως της περιορισμένης ή ειδικής σχετικότητας, που επεξεργάστηκε ο Αϊνστάιν το 1905 για να λύσει τη φαινομενική αντίφαση στην οποία είχε καταλήξει η μελέτη της ηλεκτροδυναμικής των κινουμένων σωμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»